ΚΕΙΜΕΝΑ

ΕΡΙΚΑ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Διαφορετικά βιβλία για διαφορετικούς αναγνώστες ΕΡΙΚΑ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
Κοίταξε τα βιβλία στη βιβλιοθήκη της. Δεν ήταν πολλά. Είχε όμως διαβάσει πολλά βιβλία. Της άρεσε να πηγαίνει στη βιβλιοθήκη του νησιού της. Στο όμορφο παλιό αρχοντικό με τους πολυελαίους και τα εκατοντάδες βιβλία. Βιβλία που ποτέ δεν την είχαν απογοητεύσει. Για αυτό τώρα ήταν τόσο προβληματισμένη. Μετακόμιζαν. Θα έφευγαν από το νησί. Και μπορούσε να πάρει μαζί της μόνο μία κούτα με βιβλία. Η μητέρα της είχε προτείνει να δωρίσει στη βιβλιοθήκη όσα βιβλία δεν θα έπαιρνε μαζί της. Η κούτα με τα βιβλία που θα έπαιρνε μαζί της είχε εύκολα γεμίσει. Υπήρχαν τα αγαπημένα της που δεν υπήρχε περίπτωση να αποχωριστεί. Επίσης αυτά που είχαν αφιέρωση. Ακόμα και ένα που είχε αφιέρωση από την ίδια τη συγγραφέα, την οποία είχε γνωρίσει σε εκδήλωση στη βιβλιοθήκη. Και έμεναν τα άλλα. Αυτά είχαν γίνει δύο στοίβες. Αυτά που της άρεσαν και τα άλλα. Αυτά που δεν μπόρεσε καν να τελειώσει. Που τα άφησε με έναν σελιδοδείκτη ανάμεσά τους, χωρίς ποτέ να ενδιαφερθεί τι έγινε στο τέλος. Τα έβρισκε βαρετά, αδιάφορα. Αυτά ήταν σαν καινούργια. Δεν είχε τσακίσει κανένα φύλο τους για να ξαναδιαβάσει κάτι που της άρεσε, δεν τα είχε πάρει μαζί της σε ταξίδι, στη θάλασσα, στο σχολείο. Δεν τα είχε δανείσει σε φίλους. Αυτά τα βιβλία σε μια βιβλιοθήκη θα έδειχναν άψογα. Ολοκαίνουργια. Ήταν σωστό όμως να δώσει στη βιβλιοθήκη βιβλία που δεν της άρεσαν; Ήταν σαν να πρότεινε σε έναν φίλο να φάει ένα άνοστο φαγητό, να δει μια χαζή ταινία, να ακούσει μια ενοχλητική μουσική. Ποια άραγε ήταν η θέση για τα βιβλία αυτά; Και τότε θυμήθηκε έναν φίλο της που το αγαπημένο φαγητό του ήταν οι μπάμιες που της προξενούσαν αηδία, μια φίλη της που άκουγε φανατικά τη μουσική ενός συγκροτήματος το οποίο δεν υπέφερε ούτε με ωτοασπίδες, έναν ξάδελφο που λάτρευε τις ταινίες με ζόμπυ. Και τότε σκέφτηκε ότι τα βιβλία εκείνα που δεν άρεσαν σε αυτή, μπορεί να άρεσαν σε κάποιον άλλον. Ίσως η θέση τους να ήταν πράγματι σε μια βιβλιοθήκη. Εκεί όπου τόσο διαφορετικοί αναγνώστες ψάχνουν τα βιβλία που είναι για αυτούς.
Αντωνης Δημοπουλος Ο ΒΙΒΛΙΟΦΑΓΟΣ Αντωνης Δημοπουλος
Ο Φώτης δεν ήταν καθόλου καλός μαθητής στο σχολείο. Οι συμμαθητές του βλάκα τον ανέβαζαν ηλίθιο τον κατέβαζαν. Ήταν όμως πολύ ζωηρός. Έκανε κάτι χαζές πλάκες και αυτοσαρκαζόταν, ενώ συχνά γινόταν ρεζίλι με τις γκάφες του. Οι δάσκαλοί του τον είχαν πείσει από μικρό ότι αυτός δεν έπαιρνε τα γράμματα. Οι γονείς του ήταν μεροκαματιάρηδες και το μόνο που έκαναν ήταν να φέρνουν λεφτά στο σπίτι για να μεγαλώσουν το παιδί τους. Στο σπίτι του δεν υπήρχε ούτε ένα εξωσχολικό βιβλίο. Έτσι ο Φώτης δεν πήγε πανεπιστήμιο παρά άρχισε από μικρός να δουλεύει σε συνεργείο αυτοκινήτων. Μια μέρα ένας φίλος του οργάνωσε μια ημερίδα στη βιβλιοθήκη Σάμου για την ιστορία του νησιού. Ο Φώτης πήγαινε πρώτη φορά στη βιβλιοθήκη και αρχικά φοβήθηκε από τα μεγάλα ράφια τα φορτωμένα με τόσα βιβλία. «Άραγε τα μαθαίνουν όλα αυτά απέξω οι αναγνώστες;» αναρωτήθηκε. Όταν ανέβηκε στον πρώτο όροφο ένιωσε ότι πέρασε σε ένα άλλο επίπεδο της πραγματικότητας, μυστηριώδες, που του προκαλούσε δέος ταυτόχρονα. Άνοιξε μερικά παλιά βιβλία και τα μύρισε ενώ τα περιεργαζόταν. Μία περίεργη έλξη τον κατέλαβε και άρχισε να ρωτάει τον βιβλιοθηκάριο για τον τρόπο που τα τυπώνουν και τα δένουν. Χαρτόδετα, δερματόδετα, όλα του κινούσαν την περιέργεια. Αποφάσισε να ξαναπάει. Έτσι μία Παρασκευή ενός ηλιόλουστου Οκτωβρίου μπήκε για δεύτερη φορά στη βιβλιοθήκη Σάμου όμως δεν ήξερε από ποιο βιβλίο να ξεκινήσει. Έκατσε στην αναπαυτική πολυθρόνα της μεγάλης αίθουσας του πρώτου ορόφου και διάβασε κάτι για την ιστορία του νησιού αλλά ήταν σε καθαρεύουσα και δυσκολευόταν. Ξαφνικά ένα ισχυρό τράνταγμα κούνησε συθέμελα όλο το κτήριο. Ήταν ένας σφοδρός σεισμός, ο οποίος έριξε κάτω ουκ ολίγα βιβλία από τα ράφια της βιβλιοθήκης. Ένα μάλιστα έπεσε και στο κεφάλι του Φώτη. Ήταν το «Τάδε έφη Ζαρατούστρας» του Φρειδερίκου Νίτσε. Αποφάσισε να το δανειστεί και, παρά που δεν κατάλαβε και πολλά πράγματα, τον συνεπήρε και ως εκ τούτου αγόρασε στη συνέχεια όλα τα έργα του Νίτσε. Άρχισε παράλληλα να πηγαίνει στη βιβλιοθήκη Σάμου κάθε μέρα μετά τη δουλειά για 2-3 ώρες, ενώ δανειζόταν και βιβλία για το σπίτι. Μετά από είκοσι περίπου χρόνια εντατικού διαβάσματος είχε διαβάσει πολλά από τα βιβλία της βιβλιοθήκης όμως δεν του αρκούσε. Άρχισε να αγοράζει με τα λεφτά που κέρδιζε από το συνεργείο καραβιές τα βιβλία. Πίστεψε, αμφισβήτησε και το κυριότερο έμαθε. Έμαθε να γνωρίζει τον εαυτό του, να τιθασεύει τους φόβους του και να παιδεύει τα πάθη του. Γύρω στα εβδομήντα είχε πια στο σπίτι του περί τα 5000 βιβλία. Τα βιβλία είχαν γίνει πια κομμάτι του εαυτού του. Τα είχε τόσο πολύ ανάγκη. Όμως τελικά αποφάσισε να τα δωρίσει όλα στη βιβλιοθήκη Σάμου. Έτσι υπερέβη τελικά και τον ίδιο του τον εαυτό. Έμεινε πια μόνος στο σπίτι με ένα πιάνο που αγόρασε για να μάθει μουσική. Για τα υπόλοιπα τριάντα χρόνια που έζησε έπαιζε μουσική και διάβαζε που και που στη βιβλιοθήκη Σάμου τα βιβλία που είχε δωρίσει. Κατάλαβε τελικά ότι ζωή χωρίς μουσική είναι λάθος αλλά και ζωή χωρίς βιβλία είναι δίχως πάθος. Γιατί πραγματικό πάθος είναι ό,τι δίνει βάθος.
Ανωνυμο Μια στάλα ιδρώτα κύλησε πάνω στο χαρτί. Ανωνυμο
Μια στάλα ιδρώτα κύλησε πάνω στο χαρτί. Το χέρι του έτρεμε, όλος έτρεμε. Επιτέλους. Το βρήκε. Το είχε στα χέρια του. Αυτό το βιβλίο το έψαχνε χρόνια, και εδώ... ανάμεσα στο σωρό... Τους ξεγέλασε, οι υπάλληλοι της βιβλιοθήκης ούτε κάν ήξεραν για την αξία του βιβλίου. Και τώρα, πίσω από τα ράφια, στην στοίβα αυτή... Εδώ είναι, σελίδα 79. Θα το πάρει.... Αλλά δεν γίνεται, θα τον καταλάβουν. Άλλωστε έχουν πια πονηρευτεί όταν τον είδαν την τελευταία φορά με φουσκωμένη την τσάντα. Ξέρει, δεν μίλησαν, αλλά το κατάλαβε. Δεν πρόκειται να τον αφήσουν. Το χέρι του έτρεμε. Είχε κρύψει στην τσέπη ένα κοπίδι. Κοίταξε καλά άλλη μια φορά προς τους υπαλλήλους και με μια ξαφνική κίνηση... Στο γραφείο του άπλωσε την κομένη σελίδα του βιβλίου, χωρίς να την διαβάζει, θαυμάζοντάς την στο χαμηλό βραδυνό φως. Η σταγόνα από τον ιδρώτα του σαν μια μεγάλη τελεία έκανε πιο φανερά τα σημάδια από το παλιό υδατόσημο. Όταν η κόρη του δώρισε τα αμέτρητα βιβλία του στη βιβλιοθήκη, μετά τον θάνατό του, οι υπάλληλοι ανάμεσα στα άλλα βρήκαν μια κομένη σελίδα ενός παλιού βιβλίου: άγνωστο βιβλίο, σελίδα 78 κενή, σελίδα 79 περιγραφή της μάχης. Λίγο πριν το τέλος της περιγραφής, μια μικρή αλλοίωση στο χαρτί, μια μεγάλη τελεία. Μάλλον, είπαν, από μια σταγόνα δάκρυ
Ανωνυμο Ήταν ψηλός ο διευθυντής της βιβλιοθήκης τότε. Ανωνυμο
«Ήταν ψηλός ο διευθυντής της βιβλιοθήκης τότε. Και μας βοηθούσε πολύ με τα μαθήματά μας και με τις εργασίες. Πολύ καλός». Είπε ο παππούλης, φέρνοντας στην ανάμνησή του τη βιβλιοθήκη, όταν την επισκεπτόταν παιδί.
ΜΠΑΜΠΗΣ ΒΟΥΡΛΙΔΑΣ Τμήμα Παιδικής Λογοτεχνίας ΜΠΑΜΠΗΣ ΒΟΥΡΛΙΔΑΣ
Πόσον καιρό τα έχουμε αυτά τα βιβλία στο σπίτι; Πρέπει να πέρασε πάνω από μήνας που τα δανειστήκαμε … Αχ, θα με κράξουν οι άνθρωποι στη Βιβλιοθήκη … Και τι να τους πω; «Ξέρετε, τα παιδιά μου είναι λιγάκι βλαμμένα και κοιμούνται αγκαλιά με τα βιβλία … Δεν πήραμε χαμπάρι …Πέσανε πίσω από τα κρεβάτια τους … Εκεί που καθαρίζαμε με τη γυναίκα μου, τράβηξα τα κρεβάτια και … ναι, ηλεκτρική σκούπα έπαιρνα … Τέλος πάντων, τα βρήκα … Ζητώ χίλια συγγνώμη»!Τουλάχιστον είναι ευκαιρία να πάρω κανένα βιβλίο για μένα. Η Βιβλιοθήκη της Σάμου είναι σαν μια πύλη σε παράλληλη διάσταση: εκεί που περπατάς στην ηλιόλουστη, παραλιακή και τουριστική οδό, γεμάτη καφέ και εστιατόρια, ξαφνικά σε ρουφάει και σε βγάζει στην παράλληλη διάσταση όπου φωλιάζει όλη η σκέψη και η λογοτεχνία του κόσμου! Από το ζεστό φως του ήλιου, στο ζεστό ημίφως των φορτωμένων ραφιών. Μια βιβλιοθήκη στο πιο κεντρικό σημείο της πόλης … κι όμως … ποτέ δε θυμάμαι να διαλέγει κάποιος βιβλία δίπλα μου … Πάντα μόνος μου είμαι, συνήθως στον πάνω όροφο, στην «Ξένη Λογοτεχνία». Παράξενο … Μα ξέρω τόσους πολλούς που λατρεύουν τα βιβλία … - Είχαν παραπέσει … Λυπάμαι αν δημιούργησα πρόβλημα … Σίγουρα; Να μη νιώθω τύψεις; Χίλια ευχαριστώ!!! Ναι, θα διαλέξω κάτι για μένα τώρα. Πόσο ευγενικοί άνθρωποι! Πάνω τώρα, να βρω βιβλίο. Ίσως κάτι από StephenKing, αν δεν τα έχω διαβάσει όλα … και πίσω στο σπίτι. Πάντα με παραξένευε αυτή η στενή, κυκλική σκαλίτσα … Λοιπόν, εδώ είμαστε … Ωπ … Ένα παιδάκι … Πρώτη φορά βρίσκω άνθρωπο εδώ πάνω και είναι … ένα παιδάκι … Είναι δεν είναι 6 χρονών … - Τι ψάχνεις, αγόρι μου εδώ πάνω; Είσαι μαζί με κάποιον; Η μαμά; Ο μπαμπάς; Δεν απαντάει … Εμ, βέβαια … Με είδε 110 κιλά γομάρι, τρόμαξε το παιδί. Τι άσχημο είναι αυτό το πράγμα που κρατάει; Δεν έχω δει πιο φρικτό κουκλάκι … Μοιάζει με σκυλάκι λούτρινο, αλλά είναι … ξεκοιλιασμένο; Και λείπει το ένα μάτι του; - Θέλεις να δεις βιβλία για παιδάκια; Ήταν αυτό καταφατικό νεύμα ή μου φάνηκε; Ας πούμε ναι. Έλα, βρε πιτσιρίκι. Πάμε κάτω, στα παιδικά βιβλία, να σου δώσω κάτι να ξεφυλλίζεις και να πάω στους ανθρώπους μέσα, μήπως κάποιος ξέρει ποια είναι η μάνα σου. Ποιος διάολος παρατάει ένα παιδί μόνο του στη βιβλιοθήκη; - Έλα, πάμε κάτω. Πρόσεχε τα σκαλοπάτια! Μα ποιος είχε την ιδέα για περιστροφική σκάλα; Θα σκοτωθεί κανένας άνθρωπος … Τέλος πάντων … - Έλα … Εδώ έχει βιβλία για παιδάκια … Γιατί δεν μπαίνεις μέσα; Μη στέκεσαι στην πόρτα; Έλα, πάρε ένα κόμικ να πάω να ψάξω τη μαμά σου. Βρε … τι με κοιτάς έτσι; Γιατί δε μιλάς; Γιατί δεν κουνιέσαι; Γιατί … ; Την επόμενη μέρα η τοπική εφημερίδα έγραφε: «Εξαφανίστηκε ο Μ.Β., 47 ετών, κάτοικος Σάμου. Τελευταία εθεάθη χθες στην τοπική Βιβλιοθήκη, στο Τμήμα Παιδικής Λογοτεχνίας της οποίας βρέθηκαν τα γυαλιά του δίπλα σε ένα παλιό, κατεστραμμένο λούτρινο κουκλάκι. Η αστυνομία διεξάγει έρευνα».
Context Menu is disabled by theme settings.