Ο ΒΙΒΛΙΟΦΑΓΟΣ

Ο Φώτης δεν ήταν καθόλου καλός μαθητής στο σχολείο. Οι συμμαθητές του βλάκα τον ανέβαζαν ηλίθιο τον κατέβαζαν. Ήταν όμως πολύ ζωηρός. Έκανε κάτι χαζές πλάκες και αυτοσαρκαζόταν, ενώ συχνά γινόταν ρεζίλι με τις γκάφες του. Οι δάσκαλοί του τον είχαν πείσει από μικρό ότι αυτός δεν έπαιρνε τα γράμματα. Οι γονείς του ήταν μεροκαματιάρηδες και το μόνο που έκαναν ήταν να φέρνουν λεφτά στο σπίτι για να μεγαλώσουν το παιδί τους. Στο σπίτι του δεν υπήρχε ούτε ένα εξωσχολικό βιβλίο. Έτσι ο Φώτης δεν πήγε πανεπιστήμιο παρά άρχισε από μικρός να δουλεύει σε συνεργείο αυτοκινήτων.
Μια μέρα ένας φίλος του οργάνωσε μια ημερίδα στη βιβλιοθήκη Σάμου για την ιστορία του νησιού. Ο Φώτης πήγαινε πρώτη φορά στη βιβλιοθήκη και αρχικά φοβήθηκε από τα μεγάλα ράφια τα φορτωμένα με τόσα βιβλία. «Άραγε τα μαθαίνουν όλα αυτά απέξω οι αναγνώστες;» αναρωτήθηκε. Όταν ανέβηκε στον πρώτο όροφο ένιωσε ότι πέρασε σε ένα άλλο επίπεδο της πραγματικότητας, μυστηριώδες, που του προκαλούσε δέος ταυτόχρονα. Άνοιξε μερικά παλιά βιβλία και τα μύρισε ενώ τα περιεργαζόταν. Μία περίεργη έλξη τον κατέλαβε και άρχισε να ρωτάει τον βιβλιοθηκάριο για τον τρόπο που τα τυπώνουν και τα δένουν. Χαρτόδετα, δερματόδετα, όλα του κινούσαν την περιέργεια. Αποφάσισε να ξαναπάει.
Έτσι μία Παρασκευή ενός ηλιόλουστου Οκτωβρίου μπήκε για δεύτερη φορά στη βιβλιοθήκη Σάμου όμως δεν ήξερε από ποιο βιβλίο να ξεκινήσει. Έκατσε στην αναπαυτική πολυθρόνα της μεγάλης αίθουσας του πρώτου ορόφου και διάβασε κάτι για την ιστορία του νησιού αλλά ήταν σε καθαρεύουσα και δυσκολευόταν. Ξαφνικά ένα ισχυρό τράνταγμα κούνησε συθέμελα όλο το κτήριο. Ήταν ένας σφοδρός σεισμός, ο οποίος έριξε κάτω ουκ ολίγα βιβλία από τα ράφια της βιβλιοθήκης. Ένα μάλιστα έπεσε και στο κεφάλι του Φώτη. Ήταν το «Τάδε έφη Ζαρατούστρας» του Φρειδερίκου Νίτσε. Αποφάσισε να το δανειστεί και, παρά που δεν κατάλαβε και πολλά πράγματα, τον συνεπήρε και ως εκ τούτου αγόρασε στη συνέχεια όλα τα έργα του Νίτσε.
Άρχισε παράλληλα να πηγαίνει στη βιβλιοθήκη Σάμου κάθε μέρα μετά τη δουλειά για 2-3 ώρες, ενώ δανειζόταν και βιβλία για το σπίτι. Μετά από είκοσι περίπου χρόνια εντατικού διαβάσματος είχε διαβάσει πολλά από τα βιβλία της βιβλιοθήκης όμως δεν του αρκούσε. Άρχισε να αγοράζει με τα λεφτά που κέρδιζε από το συνεργείο καραβιές τα βιβλία. Πίστεψε, αμφισβήτησε και το κυριότερο έμαθε. Έμαθε να γνωρίζει τον εαυτό του, να τιθασεύει τους φόβους του και να παιδεύει τα πάθη του. Γύρω στα εβδομήντα είχε πια στο σπίτι του περί τα 5000 βιβλία. Τα βιβλία είχαν γίνει πια κομμάτι του εαυτού του. Τα είχε τόσο πολύ ανάγκη. Όμως τελικά αποφάσισε να τα δωρίσει όλα στη βιβλιοθήκη Σάμου. Έτσι υπερέβη τελικά και τον ίδιο του τον εαυτό.
Έμεινε πια μόνος στο σπίτι με ένα πιάνο που αγόρασε για να μάθει μουσική. Για τα υπόλοιπα τριάντα χρόνια που έζησε έπαιζε μουσική και διάβαζε που και που στη βιβλιοθήκη Σάμου τα βιβλία που είχε δωρίσει. Κατάλαβε τελικά ότι ζωή χωρίς μουσική είναι λάθος αλλά και ζωή χωρίς βιβλία είναι δίχως πάθος. Γιατί πραγματικό πάθος είναι ό,τι δίνει βάθος.

Context Menu is disabled by theme settings.